- καταντίον
- καταντίον και καταντία (Α)επίρρ. ακριβώς απέναντι, κατευθείαν απέναντι («καταντίον δ' αὑτοῡ αἱ ἵπποι τετάφαται», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀντίον / ἀντία (< ἀντίος «αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον»), πρβλ. εν-αντίον].
Dictionary of Greek. 2013.